υποστρόγγυλος

υποστρόγγυλος
-η, -ο / ὑποστρόγγυλος, -ον, ΝΜΑ [στρογγυλός]
κάπως στρογγυλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποστρόγγυλος — somewhat round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρόγγυλον — ὑποστρόγγυλος somewhat round masc/fem acc sg ὑποστρόγγυλος somewhat round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρογγύλοις — ὑποστρόγγυλος somewhat round masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρόγγυλα — ὑποστρόγγυλος somewhat round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεμφοβλάστη — η ανατ. μεγάλο κύτταρο τού οποίου ο ογκώδης, υποστρόγγυλος ή ωοειδής πυρήνας έχει λεπτή χρωματινική υφή άωρου κυττάρου …   Dictionary of Greek

  • οζίδιο — το [όζος (Ι)] 1. ιατρ. περιγεγραμμένος υποστρόγγυλος, μάλλον σκληρός και ψηλαφητός σχηματισμός που εντοπίζεται στο χόριο ή στον υποδόριο ιστό 2. ανατ. ανατομικός οζιδιοειδής σχηματισμός σε διάφορα μέρη τού σώματος 3. (βιοχ.) ο οζίτης …   Dictionary of Greek

  • παραστρόγγυλος — ον, Α λίγο στρογγυλός, υποστρόγγυλος, στρογγυλωπός …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”